- ἐξελασίας
- ἐξελασίᾱς , ἐξελασίαdriving outfem acc plἐξελασίᾱς , ἐξελασίαdriving outfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξελασία — ἐξελασία, η (AM) [εξελαύνω] μσν. επίθεση, επιδρομή αρχ. 1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.) 2. εκστρατεία … Dictionary of Greek